"ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ : ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΤΩΝ ΠΟΝΤΙΩΝ ΣΤΗΝ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ"





      Την Τετάρτη 1η  Νοεμβρίου 2017 το απόγευμα και στα πλαίσια του εορτασμού της 28ης Οκτωβρίου, ο «Πανελλήνιος Σύνδεσμος Μαχητών και Φίλων της Εθνικής Αντιστασιακής Οργανώσεως "Χ"» διοργάνωσε στα γραφέα του, (ΧΑΡ. ΤΡΙΚΟΥΠΗ 14 , 1ος όροφος),  εκδήλωση/διάλεξη  του ιστορικού συγγραφέα, ΣΠΥΡΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,( με πρόλογο από τόν π. ΓΕΩΡΓΙΟ ΓΚΟΥΣΚΟ), με θέμα:
"ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ, ΜΙΑ ΖΩΗ ΤΑΓΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ. ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΤΩΝ ΠΟΝΤΙΩΝ ΣΤΗΝ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ"
        Ο Πρόεδρος της «Χ», Ιωάννης Γιαννάκενας, καλωσόρισε τους παρευρισκομένους , έκανε μία μικρή εισαγωγή για το θέμα της εκδήλωσης και παρουσίασε τους δύο εκλεκτούς ομιλητές.  Την εκδήλωση προλόγισε ο π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΚΟΥΣΚΟΣ και ακλούθησε ο κεντρικός ομιλητής ΣΠΥΡΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ. Περιληπτικά, η θεματολογία της εκδήλωσης περιελάμβανε την ζωή και το έργο του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσάνθου Φιλιππίδη.

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
         Ο Χρύσανθος Φιλιππίδης γεννήθηκε το 1881 στην Γρατινή Ροδόπης    Το κστά κόσμον όνομά του ήταν Χαρίλαος Φιλιππίδης και ήταν το 7ο κατά σειράν παιδί του Ζήση και της Ξανθούς Φιλιππίδη. Στο χωριό του έκανε τις πρώτες του εγκύκλιες σπουδές. Μετέβη στην
Σχολή της Χάλκης, όπου είχε επιφανείς δασκάλους . Η διάρκεια των σπουδών κράτησε περίπου  7 χρόνια . Πήρε το πτυχίο του Δασκάλου της Ορθοδόξου Εκκλησίας  το 1903.
Μετά την αποφοίτησή του, χειροτονήθηκε διάκονος, μετονομάσθηκε σε Χρύσανθος και διορίστηκε αρχιδιάκονος ιεροκήρυκας στην Μητρόπολη Τραπεζούντοw από τον μητροπολίτη Κωνσταντίνο Καρατζόπουλο. Εκεί άρχισε  την υπηρεσία του ως ιεροκήρυκας και καθηγητής στο «Φροντιστήριο» (Γυμνάσιο) της πόλης, όπου δίδαξε θρησκευτικά μαθήματα αναπληρώνοντας και τον συνοδικό μητροπολίτη (που είχε μεταβεί στη Κωνσταντινούπολη) ως πρόεδρος των σχολικών επιτροπών.
       Το 1907 ανεχώρησε για την Ευρώπη, γράφθηκε στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας και παρακολούθησε Φιλοσοφία και μαθήματα Κοινωνικού και Ρωμαϊκού Δικαίου. Μετά από 4 χρόνια, συνέχισε τις σπουδές του στην Λωζάννη, όπου γράφθηκε στον κλάδο της Φιλολογίας και παρακολούθησε ταυτόχρονα μαθήματα Θεολογικά, Νομικά και Κοινωνιολογικά. Τον Ιούλιο του 1911, επέστρεψε στην Κων/λη και κατόπιν προσκλήσεως του Πατριάρχου Ιωακείμ του 3ου , ανέλαβε νέα καθήκοντα του Αρχειοφύλακα του Οικονομικού Πατριαρχείου και του Διευθυντού και Αρχισυντάκτη του Περιοδικού «Εκκλησιαστική Αλήθεια».  Τα Χριστούγεννα του ίδιου έτους χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος και του απονεμήθηκε το οφίκιο του Αρχιμανδρίτη. Κατά το στάδιο αυτό της παραμονής του στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ο Χρύσανθος γνωρίστηκε με τον Ίωνα Δραγούμη και με τον στενό συνεργάτη εκείνου τον Αθανάσιο Σουλιώτη - Νικολαΐδη με τους οποίους και ανέπτυξε μια μεγάλη φιλία.

1913 -1922
       Το 1913, ο Χρύσανθος, 32 ετών τότε, εξελέγη Μητροπολίτης Τραπεζούντος, προεξάρχοντος του Μακεδονομάχου Μητροπολίτου τότε Αμάσειας  και μετέπειτα, Μητροπολίτη Καστορίας Γερμανού Καραβαγγέλη.   Στις 3/10/1913 μετέβη στην Μητρόπολη Τραπεζούντος, όπου του επιφυλάχτηκε  θυελλώδης υποδοχή.  Η τελετή της ενθρόνισης έγινε στον Μητροπολιτικό Ναό Αγίου Γρηγορίου Νύσσης έγινε με λαμπρότητα και πολλή μεγάλη επισημότητα.  Ο Χρύσανθος  ταυτίστηκε με τον Ποντιακό Ελληνισμό. Αλλά τότε άρχισαν τα προβλήματα . Η Τουρκία κήρυξε γενική επιστράτευση και, κατά την διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου,  μάζεψε όλες τις εθνότητες που βρίσκονταν μέσα στην Τουρκία, κυρίως Αρμένιους και Έλληνες , έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού της να τους ξεπαστρέψει με την πρώτη ευκαιρία. Οδηγήθηκαν μαζικά στα Τάγματα Εργασίας και ένας μεγάλος αριθμός από αυτούς τους ανθρώπους κατέληξε δουλεύοντας σε απάνθρωπες  χειρωνακτικές εργασίες.  Πολλοί Έλληνες και Αρμένιοι αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν και προς την Ελλάδα και προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Επίσης το 1915, όταν γίνονταν οι διώξεις των Αρμενίων, πάλι ο Αρχιεπίσκοπος ,  είχε προστατεύσει και είχε βοηθήσει τον Αρμενικό πληθυσμό.
    Το 1916, κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο, τα νικηφόρα τσαρικά στρατεύματα προέλασαν στην περιοχή της Τραπεζούντας  (ένα χρόνο πριν ξεσπάσει η Οκτωβριανή Επανάσταση στην πρώην Σοβιετική Ένωση)  Εντούτοις, όμως, ο Χρύσανθος , σωστός ιεράρχης, κατά τις επιθέσεις που έκαναν τα τσαρικά στρατεύματα, φρόντισε να έλθει σε επαφή μαζί τους και να πετύχει μία μορφή ειρήνευσης εκεί στην περιοχή, και μάλιστα να προστατεύσει και τον ορθόδοξο αλλά και τον τουρκικό πληθυσμό. Οι Τούρκοι επιφανειακά του το αναγνώρισαν, αλλά, στην πορεία, δεν το σεβαστήκανε αυτό. Αργότερα, θα τον επικηρύξουν και , αν βρισκότανε στον Πόντο, θα τον είχανε εκτελέσει.
      Τον Αύγουστο του 1919 Η Ελληνική Κυβέρνηση φρόντισε να τον αξιοποιήσει, στέλνοντάς τον στο Παρίσι για να εκπροσωπήσει τον αλύτρωτο Ελληνισμό του Πόντου, κατά τις εκεί διασκέψεις.. Είναι ενθουσιώδεις οι απηχήσεις για τους επιδέξιους χειρισμούς που χρησιμοποίησε ο Χρύσανθος στις διαπραγματεύσεις με τις Μεγάλες τότε Δυνάμεις, Τότε ο Ελευθέριος Βενιζέλος τον εξουσιοδότησε να προχωρήσει σε διακρίβωση δυνατοτήτων για απ΄ ευθείας συνεννοήσεις με τους Τούρκους. Ακολούθησαν πολλές και ενθαρρυντικές επαφές, πλην όμως ο Βενιζέλος προτίμησε να μη δώσει συνέχεια. Ο Χρύσανθος, στις βιογραφικές του αναμνήσεις γράφει για την συνάντησή του με τον Βενιζέλο στο Παρίσι (όπου βρισκόταν μαζί με τον Υπουργό Εξωτερικών, Ν.Πολίτη) και πως ο Βενιζέλος είχε έτοιμο το υπόμνημα , με το οποίο παραχωρούσε τον Πόντο στους Αρμενίους.  Ο Χρύσανθος  του εξήγησε πως είχαν εκεί τα πράγματα υπέρ των Ελλήνων του Πόντου και ότι έπρεπε να ζητηθεί αυτονομία για την περιοχή.  Ο Βενιζέλος ομολόγησε την ¨πλάνην ¨ του και ότι θα επιχειρούσε να επανορθώσει το υπόμνημά του αυτό.
      Το 1921, ο Δ. Γούναρης, κάλεσε τον Χρύσανθο να μετάσχει της Ελλ. Αποστολής στο Λονδίνο. Κατά την διάρκεια της παραμονής του εκεί, στη Τουρκία ειδικό «Δικαστήριο της Ανεξαρτησίας» καταδικάζει ερήμην τον Μητροπολίτη Τραπεζούντας εις θάνατο   Αυτό είχε ως συνέπεια την εσπευσμένη επιστροφή του Χρύσανθου στην έδρα του και στη συνέχεια, προκειμένου ν΄ αποφύγει τη σύλληψή του από τις κεμαλικές δυνάμεις που είχαν ήδη εγκατασταθεί στη μητροπολιτική περιφέρειά του, κατέφυγε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Μετά όμως και από το άδοξο τέλος της Μικρασιατικής εκστρατείας, το 1922, ο Χρύσανθος κατέφυγε τελικά στην Αθήνα, όπου προσπάθησε να προστατεύσει τους πρόσφυγες  από τον Πόντο,

1926 -1939
     Το 1926 διορίζεται από την τότε κυβέρνηση ως "αποκρισάριος" του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στην Αθήνα, θέση που θα διατηρήσει μέχρι το 1938.
Από τη θέση αυτή ο Χρύσανθος στην αρχή διαχειρίσθηκε όλα τα των εξωτερικών θεμάτων και σχέσεων της Μεγάλης Εκκλησίας. Το 1927 ανέλαβε και έφερε σε πέρας τη πρώτη εκκλησιαστική συμφωνία με τα Τίρανα τακτοποιώντας τα πρώτα θέματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Αλβανία. Όταν όμως, λίγο αργότερα, η κυβέρνηση των Τιράνων αθέτησε τα συμφωνημένα, το 1929, αμέσως ο Χρύσανθος επιχείρησε ένα μακρύ ταξίδι στο Βουκουρέστι, στο Βελιγράδι και στη Βαρσοβία προκειμένου να ενημερώσει και να κατατοπίσει τις Εκκλησίες των Χωρών αυτών περί της αθέτησης της Αλβανίας και να συστήσει επιφύλαξη και αποχή από αντικανονικές επαφές. Συνέπεια εκείνου του ταξιδίου ήταν η μετέπειτα εκδήλωση συμμόρφωσης της Αλβανίας στα συμφωνηθέντα θρησκευτικά θέματα.
Την 2ετία 1936 -1937, ο Χ ενδιαφέρθηκε για την ανεύρεση και μεταφορά των κειμηλίων της Παναγίας Σουμελά της θαυματουργού εικόνας, του Τιμίου Σταυρού του Εμμανουήλ Κομνηνού και του Ιερού Ευαγγελίου του Οσίου Χριστοφόρου, Η αποστολή ανατέθηκε στον ιερομόναχο Αμβρόσιο Σουμελιώτη, από τους τελευταίους επιζώντες αδελφούς της Μονής και τα τρία κειμήλια κατατέθηκαν για φύλαξη στο Βυζαντινό Μουσείο των Αθηνών.    Το 1937 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
     Μετά το θάνατο του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου, (22 Οκτωβρίου 1938) ο «από Τραπεζούντος» Χρύσανθος εκλέχθηκε να διεκδικεί στη Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος τη θέση του Αρχιεπισκόπου έχοντας ως συνυποψήφιό του  τον Μητροπολίτη Κορινθίας και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό. Δημιουργήθηκε μία αντιπαλότητα και αμφισβήτηση της εκλογικής διαδικασίας. Η κυβέρνηση τότε (του Ιωάννη Μεταξά) προκειμένου να δώσει τέρμα στην όλη υπόθεση,  επανέφερε τον προηγούμενο εκκλησιαστικό νόμο του 1922, ¨Περί εκλογής του Αρχιεπισκόπου¨.  Έτσι σύμφωνα με εκείνον, στις 12 Δεκεμβρίου του 1938 ακολούθησε νέα εκλογή υπό «Αριστίνδην Σύνοδο» , όπου πλειοψήφησε ο Χρύσανθος και εξελέγη σύμφωνα με την πρόταση του Βασιλέως Γεωργίου Β΄ Το 1939 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

1940 -1949
    Στις 28 Οκτωβρίου1940, με την επίσημη κήρυξη του πολέμου , ο Χ βρέθηκε αμέσως στις επάλξεις της Εκκλησίας, αλλά και του Έθνους. Στο διάγγελμα της Ιεράς Συνόδου, μαζί με την ευλογία των όπλων του Αμυνομένου Στρατού μας, τόνισε την πεποίθηση ότι όλα τα νιάτα της πατρίδος θα σπεύσουν να αγωνισθούν ομόψυχα, «Ὑπέρ Βωμών και Εστιών»*(1) .
     Όταν οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα (27/4/1941), ο Χρύσανθος  ήταν πραγματικά ο πρώτος αντιστασιακός .  Αρνήθηκε να μετάσχει στην Επιτροπή που θα παρέδιδε την Πόλη των Αθηνών στους Γερμανούς. Επίσης, αρνήθηκε να τελέσει την Δοξολογία στον Μητροπολιτικό Ναό  για την είσοδο των Γερμανών   κατακτητών, όπως αρνήθηκε   να ορκίσει την Κυβέρνηση Τσολάκογλου.  Αργότερα, όταν του ζητήθηκε να δεχθεί τον Γερμανό στρατιωτικό διοικητή, Γκέοργκ  φον Στούμε, ο Χρύσανθος τον δέχθηκε, αγέρωχος και γαλήνιος, χωρίς να του προσφέρει ούτε κάθισμα . Μιλώντας του σε άπταιστα Γερμανικά του είπε ότι «Εμείς οι Έλληνες αγαπούσαμε την Γερμανία, αλλά με την επέμβασή τους εναντίον της πατρίδας μας , δεν τους αγαπάει κανείς». Ο Γερμανός. αντέτεινε ότι στον δρόμο τον έραναν με άνθη και ο Χρύσανθος τον αποστόμωσε, λέγοντας :  «Αυτοί, βεβαίως, δεν πρέπει να ήσαν Έλληνες».
Όταν ο Στούμε  θέλησε να του κάνει υποδείξεις, προκειμένου να  πείσει τον λαό να συνεργαστεί εγκάρδια με την κυβέρνηση κατοχής, του απάντησε:  «Η Ελληνική Εκκλησία  ευρέθη πάντοτε παρά το πλευρόν του Ελλ. Λαού, άξια της εμπιστοσύνης του. Και να είστε βέβαιος ότι δεν θα παραλείψει να πράξει το καθήκον της  και κατά την κρίσιμον αυτήν περίστασιν» .
      Ένα διάγγελμα που είχε βγάλει  ήταν η αφορμή για να τον διώξουν από τον Αρχιεπισκοπικό Θώκο (**2). Για το διάγγελμά του εκείνο ο Χρύσανθος με τις απαξιωτικές φράσεις του κατά της χιτλερικής Γερμανίας, είχε γίνει αντικείμενο σκληρής κριτικής από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Βερολίνου, πριν ακόμη οι Γερμανοί καταλάβουν την Αθήνα. Έτσι,  στις 2 Ιουνίου του 1941, με Συντακτική Πράξη της κατοχικής κυβέρνησης, καθαιρέθηκε από το αξίωμά του και στην θέση του τοποθέτησαν τον Δαμασκηνό. , ο ίδιος όμως δεν έπαψε να αντιστέκεται και μετέτρεψε το σπίτι του στην οδό Κυψέλης ((Σουμελά 4)  σε εστία εθνικής αντίστασης.

ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ –ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΡΙΒΑΣ / ΟΡΓΑΝΩΣΙΣ «Χ» - ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΙΣ
     Εκείνη την εποχή, βρισκόταν στην Αθήνα, εξόριστος από τους Βρετανούς, ο τότε Μητροπολίτης Κυρήνειας και αργότερα Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, Μακάριος ο Β¨
ο οποίος συνεδέετο στενά με τον Κύπριο αξιωματικό  ΟΜΗΡΟ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟ, μέλος της Οργάνωσης «Χ» και παράλληλα διατηρούσε άριστες σχέσεις με τον Χρύσανθο. Οι δύο αυτοί Κύπριοι κανόνισαν να συναντηθεί ο Αρχηγός της «Χ»,(επίσης Κύπριος) Γεώργιος Γρίβας, με τον Χρύσανθο, στο σπίτι του στην Κυψέλη.  Ο Γ. Γρίβας του ζήτησε να δεχθεί την θέση του Οργάνωσης και ο Χρύσανθος το απεδέχθη. Ο Γ.Γρίβας ορκίστηκε επί του Ιερού Ευαγγελίου, ότι η Οργάνωσις «Χ» θα είναι πιστή και νομιμόφρων προς την νόμιμον Ελληνικήν Κυβέρνησιν, που βρισκόταν τότε στο  Κάιρο.
     
   Μετά την απελευθέρωση, επανέρχεται πάλι το αρχιεπισκοπικό ζήτημα, αλλά ο Χρύσανθος υπέβαλε επιστολή παραίτησης (***3), μετά το τέλος του αρχιεπισκοπικού ζητήματος  και ενώ είχε ήδη πεθάνει ο Δαμασκηνός (20 Μαΐου 1949). Ο Χρύσανθος  έφυγε από αυτήν την ζωή, στις 28 Σεπτεμβρίου 1949, στο σπίτι του, στην Γλυφάδα, (είχε τότε μετακινηθεί από την Κυψέλη),  και μάλιστα είναι χαρακτηριστικό το  κείμενο που άφησε , ως διαθήκη (****4).   Υπάρχει και η επιστολή που έγραψε ο Γεώργιος Γρίβας, για τον θάνατό του(*****5)
--------------
          Μετά το πέρας των ομιλιών, ακολούθησε συζήτηση με το ακροατήριο και τέλος εψάλη ο Εθνικός Ύμνος.
(Οι αστερίσκοι παραπέμπουν στα ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ)
                                                       
                                                                            ΘΩΜΑΪΣ   ΠΑΡΙΑΝΟΥ


Σχόλια