ΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΘΕΜΑ : ''Η ΑΛΩΣΙΣ – 560 ΧΡΟΝΙΑ ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ.''
Στα
πλαίσια των εθνωφελών εκδηλώσεων που πραγματοποιούνται σε τακτά χρονικά
διαστήματα από τον Σύνδεσμο της Αντιστασιακής Οργανώσεως «Χ», ο Αντιπρόεδρος
της «Χ», κ. ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ πραγματοποίησε ομιλία με θέμα «Η Άλωσις -560
Χρόνια σαν σήμερα», αναφερόμενος στην επέτειο της αποφράδας ημέρας της Αλώσεως
της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, την 29η Μαϊου 1453. Ὁ
Ειδικός Γραμματέας της «Χ», κ. ΣΠΥΡΟΣ
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, παρουσίασε τον ομιλητή και το θέμα του. Ο λόγος του κ.Σπ.Στ.
έχει ως εξής (κυριότερα σημεία):
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ......Εκείνο που είναι ξεχωριστό εφέτος από άλλες χρονιές για την μεγάλη αυτή επέτειο και αποφράδα ημέρα είναι μία μεγάλη σύμπτωσης, ένας μεγάλος φόβος , όπως την εποχή εκείνη. Ας φροντίσουμε ο καθένας από εμάς να κάνει το καθήκον του, ώστε να μην φθάσουμε σήμερα εκεί που φθάσαμε τότε. 560 χρόνια, σαν σήμερα, η Ελλ.Ιδέα που πολέμησε στην Αλεξάνδρεια και στην Ρώμη και νίκησε, παρθενώνεται στην Σοφία του Βοσπόρου. Στο Ελληνοβυζανατινό σημείο και σταθμό, πρέπει να στέκεται ο Έλληνας για να εννοεί σωστά το παρελθόν του, τα έκτοτε και τα σημερινά. Από την άλλη πλευρά, ο Δυτικός κόσμος, εάν αισθανόταν ίχνος ευγνωμοσύνης και τιμιότητος , όχι στον αρχαίο, αλλά στον Βυζαντινό Έλληνα, θα έκανε εικόνισμα, γιατί αυτός ο Ελληνοβυζαντινός τον εξανθρώπισε. Το φθινόπωρο του 1452 ήταν η πιο θολή και η πιο βαριά εποχή στην Ιστορία του Γένους. Κάθε ημέρα που περνούσε, η νύχτα γινόταν μεγαλύτερη στην καρδιά των φιλοπατόρων εναπομεινάντων Ελλήνων. Φθάνουμε στην θυσία των ολίγων για να παραδειγματίζονται οι πολλοί, οι επερχόμενοι, εμείς και οι αυριανοί. Η θυσία, που δημιουργεί τον μαρμαρωμένον θρύλον, τον αναστάντα στον μυστικόν κόσμον της καρδιάς των Ελλήνων για τους μετέπειτα, δίνοντας συνδετικούς φυλετικούς κρίκους στους ‘Ελληνας εθνεγέρτας του 1821.
ΑΝΟΙΞΗ ΤΟΥ 1453
……Από μακριά
ακούγεται το κύλισμα των κανονιών και οι στριγγλιές των Δερβισάδων, που
έρχονται να λεηλατήσουν και να χτυπήσουν ανελέητα τον δεύτερο Ελληνικό
πολιτισμό, ό,τι απέμεινε από την αυτοκρατορία που ξεψυχά. Από την Ιστορία,
γνωρίζουμε την κατάσταση των τελευταίων ημερών και τις προετοιμασίες, όχι πλέον
για ένα νικηφόρο πόλεμο, αλλά για μία
άξια και έντιμον Ελληνική θυσία. Από την αυτοκρατορία δεν μένει τίποτα παρά μία
γωνίτσα της Θράκης, η Βασιλεύουσα. Λίγα νησιά του Αιγαίου και η Πελοπόννησος
αναγνωρίζουν ακόμα την κυριαρχία του Αυτοκράτορα της Πόλεως,τον Κωνσταντίνον,
αλλά, εξασθενημένα τα ίδια, δεν μπορούν να στείλουν ενισχύσεις. Υπήρχαν όμως
και εσωτερικές έριδες και συνομωσίες εντός των τειχών της Πόλης. Το χρονικό του Φραντζή, περιέχει σημαντικές
λεπτομέρειες για την κατάσταση που επικρατούσε στην Πόλη, κατά τη διάρκεια της
πολιορκίας. Η σκοτεινή
Εβραϊκή Οργάνωση «Γκαρέμπια» μεταβίβαζε συνεχώς πληροφορίες στον Σουλτάνο για
όλα τα συμβαίνοντα στην Πόλη.
Εβραίοι από κοινού με εξωμότες, γύριζαν απ' άκρου εις άκρον της
Κωνσταντινουπόλεως και επιχειρούσαν να κάμψουν το ηθικό των υπερασπιστών της,
ισχυριζόμενοι ότι «ήταν θέλημα Θεού η Πόλις να τουρκέψει». Δεν
είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός, ότι ο Μωάμεθ είχε υπουργοποιήσει εβραίους, μέλη της «Γκαρέμπια».
Ο
ΑΝΤΙΠΑΛΟΣ ΠΡΟ ΤΩΝ ΠΥΛΩΝ – Η ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΙΣ
Οι Οθωμανοί καθίστανται κυρίαρχοι της
Ασίας και στα περισσότερα φρούρια της Χερσονήσου του Αίμου. Οι Βυζαντινοἰ είχαν
ζητήσει βοήθεια από τους Δυτικούς, οι οποίοι ενδιαφέρονται μόνο για τα δικά τους συμφέροντα. Στα πλαίσια
της αγωνιώδους προσπάθειας του Αυτοκράτορα για
βοήθεια, τον Δεκέμβριο του 1452 γίνονται δεκτοί από τον Κωνσταντίνο ο
Ελληνικής καταγωγής Επίσκοπος του Κιέβου Ισίδωρος, ως απεσταλμένος του Πάπα,
και ο Λεονάρδος Χίος, Λατίνος επίσκοπος Μυτιλήνης. Στις 12 Δεκεμβρίου 1452,
μέσα στον Ναό της Αγίας Σοφίας, κηρύσσεται η Ένωση των δύο Εκκλησιών, παρουσία του
Αυτοκράτορα, προκαλώντας την εντονότατη αντίδραση μερίδος των Ελλήνων
ανθενωτικών, οι οποίοι γνώριζαν, ευθύς εξ αρχής, ότι δεν μπορούσαν να
περιμένουν καμία βοήθεια από τους Λατίνους. Γράφεται μάλιστα ότι το
«Ανοσιούργημα της Ψευδοένωσης» εθεωρήθη από τους πνευματικούς ανθρώπους της
Πόλεως ως πράξη ασυγχώρητη από τον Θεό, ο οποίος απέστρεψε το πρόσωπό αυτού από
τους Βυζαντινούς, και η πόλη έπεσε στα χέρια των αλλοθρήσκων Οθωμανών.
…….Ο
νεαρός και φιλόδοξος Σουλτάνος, Μωάμεθ ο Β΄, γνωστός και ως Μεχμέτ Φατίχ, θέτει
σαν πρωταρχικό σκοπό την άλωση της Βασιλίδος των Πόλεων, που αναχαιτίζει την
προέλασή του πιο βαθειά στην Ευρώπη. Η τραγική πάλη άρχισε Ευρώπη και Ασία
κρατούν την αναπνοή τους εμπρός στην αναμέτρηση:
α) Δυνάμεις του
Μωάμεθ :
- 15.000 επίλεκτοι γενίτσαροι, 5.000 καταξιωμένοι σπαχήδες
ιππείς, 150.000 τακτικός στρατός, άλλες 150.000 λεφούσια Βασιβουζούκων ατάκτων
Ασιατών, 30.000 μισθοφόροι ,
- 400 πολεμικά και άλλα πλοία του αρχιναυάρχου Βουλγάρου εξωμότη
Σουλεϊμάν Μπαλτά Ογλού, και τέλος,
- το μόλις πρωτοεμφανισθέν στην πολιορκητική τέχνη πυροβολικὀν
του Ούγγρου τυχοδιώκτη Ουρβανού, από 250
τηλεβόλα.
Όλα αυτά έζωσαν από
παντού την Βασιλεύουσα, την αιωνία πρωτεύουσα του
Ελληνισμού.
β) Δυνάμεις των υπερασπιστών της Πόλεως
Εγκυρότερη
καταμέτρηση θεωρείται η αναφορά του Ιστορικού της Αλώσεως,
πρωτοβεστιάριου, πιστού φίλου και συμπολεμιστή του Αυτοκράτορα, Γεωργίου
(Σ)Φραντζή, ο οποίος ανέλαβε την καταμέτρηση των δυνάμεων κατ’
εντολή του Κωνσταντίνου. Ο (Σ)Φραντζής αναφέρει 4.937 βυζαντινούς και περίπου
2000 ξένους. Από τους ξένους ξεχώριζαν οι 700 κατάφρακτοι στρατιώτες που
έφθασαν στην βυζαντινή πρωτεύουσα τον Ιανουάριο του 1453 με δύο γενουατικά
πλοία. Ο Κωνσταντίνος απένειμε
στον αρχηγό τους, Ιωάννη Ιουστινιάνη
Λόνγκο, τον τίτλο του πρωτοστάτορος (αρχιστρατήγου)
και του ανέθεσε την άμυνα της πόλης. Σε κάθε περίπτωση ο συνολικός αριθμός των
υπερασπιστών της Πόλης, δεν πρέπει να
υπερέβαινε τους 8.500.
Στην αρχή τις πολιορκίας υπήρχαν στον Κεράτιο κόλπο 26 πλοία πολεμικά. Από αυτά
10 ανήκαν στο Βυζάντιο, 5 ήταν βενετικά, 5 γενοβέζικα, 3 κρητικά, 1 από την Αγκώνα, 1 από την Καταλωνία και 1
από την Προβηγκία. Υπήρχαν επίσης μικρότερα σκάφη και εμπορικά
πλοία των Γενοβέζων που ήταν ελλιμενισμένα στο Πέραν. Ο στόλος διοικείτο από
άξιους πλοιάρχους, ὀπως ο Φλαντανελλάς,ο Γαβριήλ Τρεβιζάνος, ο Ενετός Τζιάκομο
Κόκκο κ.α.
Το παλάτι του
Εβδόμου και τα γειτονικά οχυρώματα δόθηκαν στον Ενετό Ιερώνυμο Μινότο. Ο τοίχος
του περίβολου που ήταν κοντά στην Πόλη και μπορούσε να προσβληθεί από τους
γειτονικούς λόφους ανατέθηκε στον Γερμανό μηχανικό Ιωάννη Γκράντ. Ο σουλτάνος
άρχισε να σκάβει υπονόμους με σκοπό να πλησιάσει τα τείχη και να τα ανατινάξει, Ο Ιωάννης Γκράντ όμως με την βοήθεια του
Λουκά Νοταρά έκαψε τα υποστηρίγματα του υπονόμου και σκότωσε τους εχθρούς που
βρίσκονταν μέσα. Στην πόλη
πίσω από τα τειχίσματα βρισκόταν ο επίσης Ενετός Δολφίνος και τέλος στο κέντρο
στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων σαν επιφυλακή τοποθετήθηκε ο Δημήτριος
Κατακουζηνός και ο Νικηφόρος Παλαιολόγος με 700 άνδρες οι περισσότεροι των
οποίων ήταν μοναχοί. Επίσης, τα θαλάσσια
τείχη φυλάσσονταν από την πλευρά της Προποντίδας από τον Τζιάκομο Κονταρίνι, ο
οποίος αμυνόταν στην περιοχή του Στουδίου. Δίπλα του υπήρχε ένα τμήμα από
Έλληνες καλογέρους. Ἀλλωστε, η παρουσία των μοναχών πολεμιστών
πιστοποιείται από τον Γ.(Σ)Φραντζή :
α) από το
‘Chronicon
Majus’ «Τοῦ γὰρ βασιλέως προστάξαντος τοῖς δημάρχοις καιὶ
στρατηγοῖς, ἒγραψεν ἒκαστος αὐτῶν τὴν δημαρχίαν αὐτοῦ άκριβῶς, τοὺς δυναμένους σταθῆναι ἐν τῶ κάστρω κοσμικούς τε
ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΟΥΣ, καὶ
τινα ὂπλα ἓκαστος αὐτῶν κέκτητο πρὸς ἂμυναν».
Παρόμοια είναι η καταγραφή που
κάνει ο ιστορικός της Αλώσεως και στο ‘Chronicon Minus’:
«Τοῦ γὰρ βασιλέως προστάξαντος τοῖς δημάρχοις, ἒγραψεν εἶς ἓκαστος τὴν δημαρχίαν αὐτοῦ ακριβώς, τοὺς δυναμένους σταθῆναι ἐν τῶ κάστρω κοσμικοὺς ΚΑΙ ΚΑΛΟΓΕΡΟΥΣ, καὶ τι καὶ τι ἂρμα πρὸς ἂμυναν νὰ ἒχῃ εἶς ἓκαστος αὐτῶν».
…Αυτοί που όντως είναι
αξιοκατάκριτοι είναι οι πλούσιοι, οι οποίοι, σε αυτές τις δύσκολες ώρες,
αρνήθηκαν να συνεισφέρουν οικονομικά.
Μεταξύ της 25ης
και 26ης Μαϊου συμβαίνουν διάφορα εντυπωσιακά δυσοίωνα, όπως η πτώση
της Ιεράς Εικόνος της Θεοτέκου κατά την λιτάνευσή της και «τοῦτο παρὰ δόξαν γεγονός φρίκην τε πολλήν καὶ
αγωνίαν μεγίστην καὶ φόβον πᾶσιν ἐνέβαλεν». Παράλληλα, ισχυρή καταιγίδα με
αστραπές και χαλάζι αναστατώνει τους κατοίκους, ενώ την επομένη «νέφος
βαθὺ τὴν πόλιν πᾶσαν περιεκάλυψε ἀπὸ πρωίας βαθείας ἓως ἐσπέρας». Ορισμένοι,
μάλιστα, ιστορικοί χρονογράφοι της εποχής εκείνης αναφέρουν ότι από την πρώτη
ημέρα της πολιορκίας, μέχρι και την 27ην Μαΐου, τρεις δηλαδή μέρες
προ της αλώσεως, ολόκληρη την Πόλη εκάλυπτε περιφερόμενη ουράνια φωτεινή
νεφέλη, η οποία όταν εξαφανίστηκε, προκάλεσε τον τρόμο των Ρωμηών, επειδή
θεωρήθηκε ότι η πόλη ήταν πλέον απροστάτευτη στα χέρια των Οθωμανών.
ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ
ΕΤΟΙΜΑΣΙΕΣ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Ακόμη και κατά τις παραμονές της μεγάλης
επιθέσεως, την 21η Μαΐου
1453, ημέρα της ονομαστικής εορτής του Κων/νου, ο Πορθητής καταβάλλει ύστατη
προσπάθεια, για να πείσει τον Αυτοκράτορα να αποχωρήσει από την Πόλη, με όλα τα υπάρχοντά του, τις οικογένειες των αρχόντων, και τον στρατό
του. Ο Κωνσταντίνος ήταν αποφασισμένος να πολεμήσει μέχρι την τελευταία του
πνοή και του έδωσε την εξής απάντηση, που δεν πρέπει ποτέ να ξεχαστεί από το
Γένος μας.
«….Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοι δοῦναι, οὔτ’
ἐμόν ἐστιν οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ταύτῃ· κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως
ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν».
Ο τραγικός εκείνος βασιλεύς ήταν ξένος προς κάθε υλική
σκέψη και οικονομικό συμφέρον, σε αντίθεση με κάποιους σημερινούς ηγέτες. Το
μόνο που ήθελε ήταν να δώσει ένα οδυνηρό αλλά αξιοπρεπές τέλος.
Την Δευτέρα, 28 Μαἱου, για να ενισχύσει το φρόνημα των πιστών και να τονώσει
την ψυχική αντίσταση των πολεμιστών, διέταξε
τους αρχιερείς να μεταφέρουν την εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας στα τείχη.
Επίσης φρόντισε να κλείσει με σακιά ρήγματα που είχαν δημιουργηθεί από του
εχθρικό πυροβολικό. Επιθεώρησε για τελευταία φορά όλα τα τείχη και στις 4 μ.μ
μπήκε στο εσωτερικό της Πόλης. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, υπήρξε έντονη η ανάγκη
ύστατης επικοινωνίας μεταξύ του βασιλέα, των υπηκόων του και των πολεμιστών του,
όπως μας πληροφορεί ο (Σ)Φραντζής:
« Τήν ἐσπέραν τῆς ἰδίας ἡμέρας,
ὁ αὐτοκράτωρ συνήγαγεν
(=συγκέντρωσε) ὃλους τοὺς ἂρχοντας καὶ
ἀρχηγούς τοῦ στρατοῦ, Ἓλληνας καὶ
ξένους, ὡς καὶ τοὺς ἀγωνιστὰς καὶ τὸν
ὑπόλοιπον λαόν, καὶ πρὸς
αὐτούς ἀπηύθυνε τὴν τελευταίαν δημηγορίαν του,
καλῶν εἰς τὸν ὑπέρ
πάντων ὓστατον αγώνα. ….Καί ταῦτα εἰπών καί
τήν δημηγορίαν τελέσας καί μετά δακρύων καί στεναγμῶν τόν θεόν εὐχαριστήσας, οἱ
πάντες ὡς ἐξ ἑνός στόματος ἀπεκρίναντο μετά κλαυθμόν λέγοντες <ἀποθάνωμεν
ὑπέρ τῆς Χριστοῦ πίστεως καί τῆς Πατρίδος ἡμῶν>.
Στην συνέχεια, μετέβη στον Ναό της Αγίας
Σοφίας, μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων, ζήτησε συγχώρεση από όλους και
επέστρεψε, παίρνοντας την θέση του στα Τείχη.
ΤΟ ΠΡΟΣΚΛΗΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ – ΤΕΛΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΗ
Όπως ο Κων/νος την παραμονή της μάχης επικοινώνησε με τους
άρχοντες και λαό του, το ίδιο και ο Μωάμεθ ανακοίνωσε στα στρατεύματά του ότι
την επόμενη μέρα θα γινόταν η μεγάλη τελική επίθεση. Επίσης δήλωσε με όρκο πως ο ίδιος ήθελε μόνο τα
τείχη και τα οικοδομήματα της πόλης και πως αφήνει στο στρατό του όλα τα άλλα.
Υπογράμμισε πως υπάρχουν θησαυροί μέσα στα κτίρια και κυρίως στις εκκλησίες και
πως θα επωφεληθούν από τον εξανδραποδισμό των κατοίκων, ὀπου ανάμεσά τους
υπήρχαν πολλές νέες γυναίκες. Τέλος διέταξε νηστεία και προσευχή.
Η επίθεση έγινε
το τα ξημερώματα της 29ης Μαΐου, κατά περιγραφή του Γ.(Σ)Φραντζή,
οποίος πολέμησε και αυτός δίπλα στον αυτοκράτορα, ως εξής:
«Οι Τούρκοι άρχισαν με μεγάλη σφοδρότητα και
ορμή την επίθεση τη στιγμή που λαλούσαν τα κοκόρια για δεύτερη φορά, χωρίς να
δώσουν κανένα σύνθημα, όπως είχαν χάνει και τις προηγούμενες φορές. Ο σουλτάνος
διέταξε να επιτεθούν πρώτοι οι λιγότερο έμπειροι, μερικοί ηλικιωμένοι και
αρκετοί νέοι, ώστε να μας κουράσουν, και στη συνέχεια να ριχτούν εναντίον μας
οι πιο έμπειροι και γενναίοι με μεγαλύτερη τόλμη και δύναμη».
Αναφερόμενος στον
τραυματισμό και την αποχώρηση του Ιουστιάνη, λέει ότι αυτός πληγώθηκε από βέλος στο πάνω μέρος
του δεξιού του ποδιού, έχασε αμέσως το θάρρος του και έτρεξε να βρει γιατρό,
σιωπηλός. Οι στρατιώτες του τον αναζήτησαν με το βλέμμα, και, μαθαίνοντας ότι
είχε φύγει, καταλήφθηκαν από ταραχή και φόβο. Ο Αυτοκράτορας, βλέποντας τον
Ιουστινιάνη να φεύγει προσπάθησε με τα λόγια να τον εμποδίσει, χωρίς
αποτέλεσμα. Χωρίς να δώσει απάντηση, ο Ιουστινάνης
« έφυγε και πήγε στο Πέραν, όπου πέθανε ντροπιασμένος από λύπη για την περιφρόνηση των άλλων».
Ο αυτοκράτορας
πολεμάει σαν λιοντάρι και το παράδειγμά του ακολουθούν οι αξιωματικοί που είναι
γύρω του (Φραγκίσκος Τολέντο, Θεόφιλος Παλαιολόγος και Ιωάννης
Δαλμάτης). Λέει ο (Σ)Φραντζής :
«Τότε (ο Αυτοκράτορας) τσίγκλησε το άλογό του, έφτασε στο
σημείο από όπου οι εχθροί έμπαιναν στην πόλη και ρίχτηκε πάνω τους όπως ο
Σαμψών κατά των αλλοφύλων. Στην πρώτη του επίθεση, τους γκρέμισε όλους κάτω από
τα τείχη, πράγμα που φάνηκε σαν θαύμα σε όσους το είδαν. Μουγκρίζοντας σαν
λιοντάρι και κρατώντας το σπαθί στο δεξί του χέρι, έσφαξε τόσους πολλούς
Τούρκους ώστε το αίμα έτρεχε σαν ποτάμι από τα χέρια και τα πόδια του»…. «Πολλοί άλλοι σκοτώθηκαν επίσης
κοντά στην Πύλη του Αγίου
Ρωμανού, όπου οι εχθροί είχαν στήσει τη μεγάλη ελέπολη και το φοβερό κανόνι, με τα οποία γκρέμισαν τα τείχη και κατάφεραν να
πρωτομπούν στην πόλη. Τη στιγμή εκείνη
εγώ δε βρισκόμουν κοντά στον αυτοκράτορα και δεσπότη μου, επειδή είχα πάει να
επιθεωρήσω ένα άλλο σημείο της πόλης, σύμφωνα με τη διαταγή του».
Για τον θάνατο και την τύχη της σορού του Κωνσταντίνου, υπάρχουν
διαφορετικές εκδοχές, γιατί κανένας από τους σύγχρονούς του ιστορικούς δεν ήταν
αυτόπτης μάρτυς. Θεωρείται επικρατέστερη η μαρτυρία του πιστού του φίλου Γ.(Σ)Φραντζή,
α) για τον θάνατό του : «Ὁ βασιλεύς οὖν
ἀπαγορεύσας ἑαυτόν, ἱστάμενος βαστάζων σπάθην και ἀσπίδα, εἶπε λόγον λύπης ἂξιον
"οὐκ έστί τις
τῶν χριστιανῶν τοῦ λαβεῖν τήν κεφαλήν μου ἀπ΄ ἐμοῦ;" ἦν γάρ μονώτατος
ἀπολειφθείς. Τότε εἷς τῶν Τούρκων δοῦς αὐτῷ κατά πρόσωπον καί πλήξας καί αὐτός
τῷ Τούρκῳ ἑτέραν ἐχαρίσατο, ‘ τῶν ὃπισθεν δ΄ἐτέρος καιρίαν δοῦς πληγήν, ἔπεσε
κατά γῆς' οὐ γάρ ἣδεισαν ὃτι ὁ βασιλεύς
ἐστιν, ἀλλ΄ ὡs κοινόν στρατιώτην τοῦτον θανατώσαντες ἀφῆκαν».
β) για την σορό του , η οποία αναζητήθηκε
μετά το τέλος των μαχών και για την οποίαν ενδιαφέρθηκε προσωπικά ο Μωάμεθ : «πλείονας
κεφάλας τῶν άναιρεθέντων ἔπλυναν, εἰ τύχοι καί τήν
βασιλικήν γνωρίσωσι, καί οὐκ ἡδυνήθησαν γνωρίσαι αὐτήν, εἰ μή τό τεθνεώς
πτῶμα τοῦ Βασιλέως εὐρόντες ὄ ἐγνώρισαν ἐκ τῶν βασιλικῶν περικνημίδων,
ή και πεδίλων ἒνθα, χρυσοί ἀετοί ἦσαν γεγραμμένοι,
ὡs ἔθος ὑπῆρχε τοῖς βασιλεύσι».
Κατόπιν αυτού, ο Μωάμεθ έδωσε εντολή να
ταφεί με τις αρμόζουσες τιμές, χωρίς όμως να γίνει γνωστός ο τόπος ταφής.
Και μετά ακολούθησε ο θρύλος του
Μαρμαρωμένου βασιλιά, κατά τον οποίον άγγελος κυρίου άρπαξε τον βασιλιά όταν
αυτός περικυκλώθηκε από τους Τούρκους και τον έκλεισε σε μία σπηλιά, αφού πρώτα τον μαρμάρωσε. Και όταν έλθει ‘’το πλήρωμα
του χρόνου’’, θα του δώσει την ζωή για διώξει τους Τούρκους από την Κων/λη και
να τους κυνηγήσει ως την Κόκκινη Μηλιά. Οι Τούρκοι θα προσπαθούν να βρουν τον
τάφο του και να χτίσουν την είσοδό του, για να μην μπορεί να βγει, αλλά ο
Άγγελος τον προστατεύει και περιμένει την εντολή του Θεού, για να τον
ξυπνήσει.
ΑΝΤΙ
ΕΠΙΛΟΓΟΥ Ὁ
ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ
.. (του
Γεωργίου Βιζυηνοῦ) (πραγματικό
ονοματεπώνυμο :Γεώργιος Μιχαήλ Σύρμας ή Μιχαηλίδης, Βιζύη 1849 - Αθήνα 1896),
-Τὸν
εἶδες μὲ τὰ μάτια σου, γιαγιά, τὸν Βασιλέα,
ἢ μήπως καὶ σὲ φάνηκε, σὰν
ὄνειρο, νὰ ποῦμε, σὰν
παραμύθι τάχα
-- Τὸν εἶδα
μὲ τὰ μάτια μου, ὡσὰν καὶ
σένα νέα, πὰ νὰ γενῶ ἑκατὸ χρονῶ, κι᾿
ἀκόμα τὸ θυμοῦμαι, σὰν
νἄταν χτὲς μονάχα.
Στὴν Πόλη, στὴν Χρυσόπορτα, στὸν πύργον ἀπὸ κάτου,
εἶν᾿ ἕνα σπήλαιο πλατύ, στρωμένο σὰν παλάτι, σὰν ἅγιο παρακκλήσι; Κανένας Τοῦρκος δὲν μπορεῖ νὰ κρατηθῇ κοντά του, κανεὶς τῆς σιδερόπορτας ναὕρη τὸ μονοπάτι, νὰ πὰ νὰ τὸ μηνύσῃ. Μόνο κανένας Χριστιανός, κανένας ποὺ τὸ ξέρει, περνᾷ π᾿ αὐτοῦ κρυφὰ κρυφὰ καὶ τὸν σταυρό του κάνει, μὲ φόβο καὶ μ᾿ ἐλπίδα. Ἔτσι κι᾿ ἐγώ, βαστούμενη στὸ πατρικό μου χέρι, ἐπῆγα καὶ προσκύνησα. Καὶ ἐδ᾿ αὐτοῦ μ᾿ ἐφάνη- Ὄχι μ᾿ ἐφάνη! Εἶδα. Μέσ᾿ στὸ σκοτάδι τὸ βαθὺ ἕν᾿ ἄστρο, σὰν λυχνάρι, σὰν μία φλόγα μυστική, ἀπ᾿ τὸν Θεὸ ἀναμμένη. γαλάζια λάμψι χύνει. Καὶ φέγγει τὴν λευκόχλωμη τοῦ Βασιλέως χάρι, ποὺ μὲ κλεισμένα βλέφαρα ἐξαπλωμένος μένει στὴν ἀργυρή του κλίνη. - Ἀπέθανε, γιαγιά; - Ποτέ, παιδάκι μου! Κοιμᾶται, κοιμᾶται μόνο! Τὴν χρυσὴ κορῶνα στὸ κεφάλι, τὸ σκῆπτρο του στὸ χέρι. Καί, σὰν παληοί του σύντροφοι, πιστοί του παραστᾶται, στὰ στήθη τ᾿ ὁ Σταυραετός, στὰ πόδια του προβάλλει δικέφαλο Ξαφτέρι. Ἐπάν᾿ ἀπ᾿ τὸ κεφάλι του, ἡ ἀσπίδα παραστέκει, κι᾿ ἐκεῖ ποὺ τὸ χρυσόπλεκτο, τὸ ψηφωτὸ ζωνάρι τὴν μέση του κατέχει, σὰν ἀστραπὴ π᾿ ἀπέμεινε χωρὶς ἀστροπελέκι, ζερβιά, ὡς κάτου κρέμεται τ᾿ ἀστραφτερὸ θηκάρι- μέσα σπαθὶ δὲν ἔχει! -Γιατί, γιαγιά; Ποῦ εἶναι τό; -Βαμμένο μέσ᾿ στὸ αἷμα, ἀκόμ᾿ ὡς τώρα βρίσκεται σ᾿ ἑνὸς ἀγγέλου χέρι, στὸν οὐρανὸ ἐπάνου... Ἤτανε τότε ποὺ ἡ Τουρκιὰ τὴν Πόλην ἐπολέμα. Μέσα μία φοῦχτα ἐλεύθεροι, ἀπ᾿ ἔξω μύριο ἀσκέρι, οἱ σκλάβοι τοῦ Σουλτάνου. Κι᾿ ὁ Μωχαμὲτ ὁ ἴδιος του πὰ στ᾿ ἄγριό του ἄτι, -Δός μου τῆς Πόλης τὰ κλειδιά! τοῦ Κωνσταντίνου κράζει, καὶ τὸ σπαθί σου δός μου! -Ἔλα καὶ πάρ᾿ τα! λέγ᾿ αὐτός, τοῦ Τούρκου τοῦ μουχτάτη.Ἐγὼ δὲν δίνω τίποτε! Τίποτ᾿ ἐνόσῳ βράζει μία στάλλα γαῖμα ἐντός μου! -Κι᾿ ἐπρόβαλαν τὰ λάβαρα, κι᾿ ἀρχίνησεν ἡ μάχη! Σαράντα μέραις πολεμοῦν, σαράντα μερονύχτια χτυπιοῦνται καὶ χτυποῦνε, Οἱ Τοῦρκοι σὰν τὰ κύματα κι᾿ οἱ Χριστιανοὶ σὰν βράχοι. Κι᾿ οὔτε τῶν Φράγκων προδοσιαίς, οὔτε τῶν φλάρων δίχτυα τὸν Βασιλέα σειοῦνε. Ἔξ᾿ ἀπ᾿ τὸ κάστρο χύνεται μὲ σπάθα γυμνωμένη, καὶ σφάζει Τούρκων κατοσταὶς κι᾿ ἀγαρινῶν χιλιάδες- Ἐκεῖνος κι᾿ ὁ στρατός του. Μὰ ἦτ᾿ ὀλίγος ὁ στρατός, κι᾿ οἱ πρῶτοι λαβωμένοι! Ἔπεσαν τ᾿ ἀρχοντόπουλα ἔφυγαν οἱ Ρηγάδες, κι᾿ ἀπέμεινεν ἀτός του. Ὅσο τὸν ζώνουν τὰ σκυλιά, τόσο χτυπᾷ καὶ σφάζει, σὰν πληγωμένος λέοντας, σὰν τίγρη τῆς ἐρήμου, ποὺ τὰ παιδιά της σκώσουν. Μὰ κεῖ τοῦ πέφτει τ᾿ ἄλογο! Καὶ πέφτ᾿ αὐτὸς καὶ κράζει. -Δὲν βρίσκετ᾿ ἕνας Χριστιανὸς νὰ πάρ᾿ τὴν κεφαλή μου, πρὶν πᾶν καὶ μὲ σκλαβώσουν; -Μιὰ τρίχα καὶ τὸν σκότωνεν Ἀράπικη λεπίδα! Μὰ δὲν τὸ ἤθελ᾿ ὁ Θεός. Δὲν ἤθελε ν᾿ ἀφίσῃ τῶν Χριστιανῶν τὸ Γένος, αἰώνια δίχως βασιλιᾶ κι᾿ ἐλευθεριᾶς ἐλπίδα.
Γι᾿ αὐτὸ προστάζ᾿ ἕν᾿ ἄγγελο νὰ πὰ νὰ τὸν βοηθήση, σὰν ἦταν κυκλωμένος. Κι᾿ αὐτὸς τὸν Μαῦρο λακπατᾷ, τὸν Βασιλὲ γλυτώνει,.τὸ κοφτερό του τὸ σπαθί του παίρν᾿ ἀπὸ τὸ χέρι, τοὺς Τούρκους διασκορπίζει. Πὰ στὰ λευκά του τὰ φτερὰ τὸν Βασιλέα σκώνει, μέσ᾿ στὸ πλατὺ τὸ σπήλαιο, ποὺ σ᾿ εἶπα, τόνε φέρει, κι᾿ ἐκεῖ τόνε κοιμίζει.- -Καὶ τώρα πιὰ δὲν εἰμπορεῖ, γιαγιάκα, νὰ ξυπνήσῃ; -Ὢ βέβαια! Καιροὺς καιρούς, σηκώνει τὸ κεφάλι, στὸν ὕπνο τὸν βαθύ του καὶ βλέπ᾿ ἂν ἦρθεν ἡ στιγμή, πὤχ᾿ ὁ Θεὸς ὁρίσει,
καὶ βλέπ᾿ ἂν ἦρθ᾿ ὁ ἄγγελος γιὰ νὰ τοῦ φέρῃ πάλι τὸ κοφτερὸ σπαθί του. -Καὶ θἄρθη, ναί, γιαγιάκα μου; -Θἄρθη, παιδί μου, θἄρθη.
Καὶ ὅταν ἔρθῆ, τί χαρὰ στὴν γῆ, στὴν οἰκουμένη σ᾿ ὅποιους θὰ ζοῦνε τότε! Διπλό, τριπλὸ θὰ πάρουμεν αὐτὸ ποὺ μᾶς ἐπάρθη, κι᾿ ἡ Πόλη, κι᾿ ἡ Ἁγιασοφιὰ δική μας θένα γένη. -Πότε, γιαγιά μου; Πότε; -Ὅταν τρανέψῃς, γυόκα μου, κι᾿ ἀρματωθῇς καὶ κάμῃς τὸν ὅρκο στὴν Ἐλευθεριά, σὺ κι᾿ ὅλ᾿ ἡ νεολαία, νὰ σώσετε τὴν χώρα. Τότε θὲ νἄρθ᾿ ὁ ἄγγελος κι᾿ ἀγγελικαὶ δυνάμεις, νὰ μποῦνε, νὰ ξυπνήσουνε, νὰ ποῦν στὸν Βασιλέα, πὼς ᾖλθε πιὰ ἡ ὥρα! Κι᾿ ὁ Βασιλὲς θὰ σηκωθῇ, τὴν σπάθα του θὰ δράξη, καί, στρατηγός σας, θὲ νὰ μπῇ στὸ πρῶτο του βασίλειο τὸν Τοῦρκο νὰ χτυπήσῃ. Καὶ χτύπα, χτύπα θὰ τὸν πὰ μακρὰ νὰ τὸν πετάξῃ,
πίσω στὴν Κόκκινη Μηλιά, καὶ πίσ᾿ ἀπὸ τὸν ἥλιο,, ποὺ πιὰ νὰ μὴ γυρίσῃ!
εἶν᾿ ἕνα σπήλαιο πλατύ, στρωμένο σὰν παλάτι, σὰν ἅγιο παρακκλήσι; Κανένας Τοῦρκος δὲν μπορεῖ νὰ κρατηθῇ κοντά του, κανεὶς τῆς σιδερόπορτας ναὕρη τὸ μονοπάτι, νὰ πὰ νὰ τὸ μηνύσῃ. Μόνο κανένας Χριστιανός, κανένας ποὺ τὸ ξέρει, περνᾷ π᾿ αὐτοῦ κρυφὰ κρυφὰ καὶ τὸν σταυρό του κάνει, μὲ φόβο καὶ μ᾿ ἐλπίδα. Ἔτσι κι᾿ ἐγώ, βαστούμενη στὸ πατρικό μου χέρι, ἐπῆγα καὶ προσκύνησα. Καὶ ἐδ᾿ αὐτοῦ μ᾿ ἐφάνη- Ὄχι μ᾿ ἐφάνη! Εἶδα. Μέσ᾿ στὸ σκοτάδι τὸ βαθὺ ἕν᾿ ἄστρο, σὰν λυχνάρι, σὰν μία φλόγα μυστική, ἀπ᾿ τὸν Θεὸ ἀναμμένη. γαλάζια λάμψι χύνει. Καὶ φέγγει τὴν λευκόχλωμη τοῦ Βασιλέως χάρι, ποὺ μὲ κλεισμένα βλέφαρα ἐξαπλωμένος μένει στὴν ἀργυρή του κλίνη. - Ἀπέθανε, γιαγιά; - Ποτέ, παιδάκι μου! Κοιμᾶται, κοιμᾶται μόνο! Τὴν χρυσὴ κορῶνα στὸ κεφάλι, τὸ σκῆπτρο του στὸ χέρι. Καί, σὰν παληοί του σύντροφοι, πιστοί του παραστᾶται, στὰ στήθη τ᾿ ὁ Σταυραετός, στὰ πόδια του προβάλλει δικέφαλο Ξαφτέρι. Ἐπάν᾿ ἀπ᾿ τὸ κεφάλι του, ἡ ἀσπίδα παραστέκει, κι᾿ ἐκεῖ ποὺ τὸ χρυσόπλεκτο, τὸ ψηφωτὸ ζωνάρι τὴν μέση του κατέχει, σὰν ἀστραπὴ π᾿ ἀπέμεινε χωρὶς ἀστροπελέκι, ζερβιά, ὡς κάτου κρέμεται τ᾿ ἀστραφτερὸ θηκάρι- μέσα σπαθὶ δὲν ἔχει! -Γιατί, γιαγιά; Ποῦ εἶναι τό; -Βαμμένο μέσ᾿ στὸ αἷμα, ἀκόμ᾿ ὡς τώρα βρίσκεται σ᾿ ἑνὸς ἀγγέλου χέρι, στὸν οὐρανὸ ἐπάνου... Ἤτανε τότε ποὺ ἡ Τουρκιὰ τὴν Πόλην ἐπολέμα. Μέσα μία φοῦχτα ἐλεύθεροι, ἀπ᾿ ἔξω μύριο ἀσκέρι, οἱ σκλάβοι τοῦ Σουλτάνου. Κι᾿ ὁ Μωχαμὲτ ὁ ἴδιος του πὰ στ᾿ ἄγριό του ἄτι, -Δός μου τῆς Πόλης τὰ κλειδιά! τοῦ Κωνσταντίνου κράζει, καὶ τὸ σπαθί σου δός μου! -Ἔλα καὶ πάρ᾿ τα! λέγ᾿ αὐτός, τοῦ Τούρκου τοῦ μουχτάτη.Ἐγὼ δὲν δίνω τίποτε! Τίποτ᾿ ἐνόσῳ βράζει μία στάλλα γαῖμα ἐντός μου! -Κι᾿ ἐπρόβαλαν τὰ λάβαρα, κι᾿ ἀρχίνησεν ἡ μάχη! Σαράντα μέραις πολεμοῦν, σαράντα μερονύχτια χτυπιοῦνται καὶ χτυποῦνε, Οἱ Τοῦρκοι σὰν τὰ κύματα κι᾿ οἱ Χριστιανοὶ σὰν βράχοι. Κι᾿ οὔτε τῶν Φράγκων προδοσιαίς, οὔτε τῶν φλάρων δίχτυα τὸν Βασιλέα σειοῦνε. Ἔξ᾿ ἀπ᾿ τὸ κάστρο χύνεται μὲ σπάθα γυμνωμένη, καὶ σφάζει Τούρκων κατοσταὶς κι᾿ ἀγαρινῶν χιλιάδες- Ἐκεῖνος κι᾿ ὁ στρατός του. Μὰ ἦτ᾿ ὀλίγος ὁ στρατός, κι᾿ οἱ πρῶτοι λαβωμένοι! Ἔπεσαν τ᾿ ἀρχοντόπουλα ἔφυγαν οἱ Ρηγάδες, κι᾿ ἀπέμεινεν ἀτός του. Ὅσο τὸν ζώνουν τὰ σκυλιά, τόσο χτυπᾷ καὶ σφάζει, σὰν πληγωμένος λέοντας, σὰν τίγρη τῆς ἐρήμου, ποὺ τὰ παιδιά της σκώσουν. Μὰ κεῖ τοῦ πέφτει τ᾿ ἄλογο! Καὶ πέφτ᾿ αὐτὸς καὶ κράζει. -Δὲν βρίσκετ᾿ ἕνας Χριστιανὸς νὰ πάρ᾿ τὴν κεφαλή μου, πρὶν πᾶν καὶ μὲ σκλαβώσουν; -Μιὰ τρίχα καὶ τὸν σκότωνεν Ἀράπικη λεπίδα! Μὰ δὲν τὸ ἤθελ᾿ ὁ Θεός. Δὲν ἤθελε ν᾿ ἀφίσῃ τῶν Χριστιανῶν τὸ Γένος, αἰώνια δίχως βασιλιᾶ κι᾿ ἐλευθεριᾶς ἐλπίδα.
Γι᾿ αὐτὸ προστάζ᾿ ἕν᾿ ἄγγελο νὰ πὰ νὰ τὸν βοηθήση, σὰν ἦταν κυκλωμένος. Κι᾿ αὐτὸς τὸν Μαῦρο λακπατᾷ, τὸν Βασιλὲ γλυτώνει,.τὸ κοφτερό του τὸ σπαθί του παίρν᾿ ἀπὸ τὸ χέρι, τοὺς Τούρκους διασκορπίζει. Πὰ στὰ λευκά του τὰ φτερὰ τὸν Βασιλέα σκώνει, μέσ᾿ στὸ πλατὺ τὸ σπήλαιο, ποὺ σ᾿ εἶπα, τόνε φέρει, κι᾿ ἐκεῖ τόνε κοιμίζει.- -Καὶ τώρα πιὰ δὲν εἰμπορεῖ, γιαγιάκα, νὰ ξυπνήσῃ; -Ὢ βέβαια! Καιροὺς καιρούς, σηκώνει τὸ κεφάλι, στὸν ὕπνο τὸν βαθύ του καὶ βλέπ᾿ ἂν ἦρθεν ἡ στιγμή, πὤχ᾿ ὁ Θεὸς ὁρίσει,
καὶ βλέπ᾿ ἂν ἦρθ᾿ ὁ ἄγγελος γιὰ νὰ τοῦ φέρῃ πάλι τὸ κοφτερὸ σπαθί του. -Καὶ θἄρθη, ναί, γιαγιάκα μου; -Θἄρθη, παιδί μου, θἄρθη.
Καὶ ὅταν ἔρθῆ, τί χαρὰ στὴν γῆ, στὴν οἰκουμένη σ᾿ ὅποιους θὰ ζοῦνε τότε! Διπλό, τριπλὸ θὰ πάρουμεν αὐτὸ ποὺ μᾶς ἐπάρθη, κι᾿ ἡ Πόλη, κι᾿ ἡ Ἁγιασοφιὰ δική μας θένα γένη. -Πότε, γιαγιά μου; Πότε; -Ὅταν τρανέψῃς, γυόκα μου, κι᾿ ἀρματωθῇς καὶ κάμῃς τὸν ὅρκο στὴν Ἐλευθεριά, σὺ κι᾿ ὅλ᾿ ἡ νεολαία, νὰ σώσετε τὴν χώρα. Τότε θὲ νἄρθ᾿ ὁ ἄγγελος κι᾿ ἀγγελικαὶ δυνάμεις, νὰ μποῦνε, νὰ ξυπνήσουνε, νὰ ποῦν στὸν Βασιλέα, πὼς ᾖλθε πιὰ ἡ ὥρα! Κι᾿ ὁ Βασιλὲς θὰ σηκωθῇ, τὴν σπάθα του θὰ δράξη, καί, στρατηγός σας, θὲ νὰ μπῇ στὸ πρῶτο του βασίλειο τὸν Τοῦρκο νὰ χτυπήσῃ. Καὶ χτύπα, χτύπα θὰ τὸν πὰ μακρὰ νὰ τὸν πετάξῃ,
πίσω στὴν Κόκκινη Μηλιά, καὶ πίσ᾿ ἀπὸ τὸν ἥλιο,, ποὺ πιὰ νὰ μὴ γυρίσῃ!
Ἐπιμέλεια
Κειμένου: ΘΩΜΑΪΣ ΠΑΡΙΑΝΟΥ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου